- όμπνιος
- ὄμπνιος, -α, -ον (Α) [όμπνη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο, ο προερχόμενος από σίτο (α. «Δηοῡς ἀνεῑναι μήποτ' ὄμπνιον στάχυν», Λυκόφρ.β. «ὄμπνιον ἔργον» — γεωργική εργασία, γεωργία, Καλλίμ.)2. θρεπτικός3. αυτός που έχει ανατραφεί καλά, ακμαίος4. (κατ' επέκτ.) ευρύς, μεγάλος («ὄμπνιον νέφος», Σοφ.)5. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ὄμπνιαπροσωνυμία τής Δήμητρος ως μητέρας τών καρπών τής γης και χορηγού τής πρώτης τροφής τού ανθρώπου.
Dictionary of Greek. 2013.